λεπτολόγημα

λεπτολόγημα
το (Α λεπτολόγημα) [λεπτολογώ]
λεπτομερής και ακριβής εξέταση και διερεύνηση ενός θέματος, λεπτολογία
νεοελλ.
αυτό που εξετάστηκε ή ειπώθηκε με περιττή λεπτολογία ή ακρίβεια.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”